Project UNPOSED

View Original

Ο πραγματικός κόσμος…

Άνθρωποι σε όλο το προ-Covid μεγαλείο τους…

Ο διαδικτυακός κόσμος είναι κατα βάση ψεύτικος. Μια πρόσοψη αν θέλετε. Μια βιτρίνα. Άνθρωποι, brands, οργανισμοί, ηγέτες, προσωπικότητες. Ορδές σάρκας και οστών που προσποιούνται ότι είναι η πιο συμπαθής εκδοχή του εαυτού τους, σε μια προσπάθεια να κερδίσουν ακολούθους και προσοχή. Όταν το διαδικτυακό lifestyle έγινε μια επιλογή για τον καθένα, οι περισσότεροι φωτογράφοι μπήκαν σε αυτό με τα χίλια. Ο διαδικτυακός κόσμος λοιπόν, ήρθε γάντι στον παραδοσιακά ανασφαλή και εγωϊστικό κόσμο της φωτογραφίας. Και δεν εννοώ τα όμορφα, καθαρά γάντια που φορούσαν κάποτε ο νύφες. Αναφέρομαι στο είδος του γαντιού που βρίσκεις πεταμένο σε ένα πάρκο όπου λαμβάνουν χώρα δραστηριότητες, περίεργες. Έλα τώρα, όλοι μας έχουμε δει ένα τέτοιο γάντι κάποια στιγμή και μετά νιώσαμε την αηδία να μας τυλίγει. Έλα, όλα θα πάνε καλά. Βαθιές ανάσες, χαρούμενα και αγαπημένα μέρη. Σκέψεις θετικές…

 

Καθώς περνούν τα χρόνια, η ολοκληρωτική επίθεση στην πραγματικότητα αποκτά μεγαλύτερη ένταση. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συνειδητοποίησαν ότι δεν χρειαζόταν να μεταδίδουν κάτι για ολόκληρο το κοινό εκεί έξω. Συνειδητοποίησαν ότι μπορούσαν να ευδοκιμήσουν το ίδιο δυνατά, σερβίροντας μόνο ένα μικρό κομμάτι του κοινού. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν να βρούν τι απολάμβανε αυτό το μικρό κομμάτι και στη συνέχεια να το προσφέρουν σε μερίδες του ίδιου πιάτου, over and over again. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα ξαναγράφει την ιστορία για να ικανοποιήσει διαταραγμένους γονείς και τα πολιτικά κόμματα και οι θρησκευτικές μας προσωπικότητες πιάνονται να γεμίζουν με μετρητά, μπαούλα, πλαστικές σακούλες και κρύπτες…

 

Ο ναρκισσισμός είναι ο κανόνας.

 

Μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Instagram παρέχουν στον ναρκισσιστή ατελείωτες ευκαιρίες. Πράγματα όπως το διογκωμένο εγώ, η έλλειψη ενσυναίσθησης, η ανάγκη για προσοχή, οι καταπιεσμένες ανασφάλειες και τα όρια που δεν επιτρέπεται να ξεπεραστούν (πολιτική ορθότης…). Ακούγεται γνωστό σε κανέναν, αυτό; Μήπως σου θυμίζει κάποιον που γνωρίζεις;

Δημοσίευση εικόνων με συνοδευτικές λεζάντες του τύπου «το τέταρτο αεροδρόμιο μου αυτή την εβδομάδα», «Lake Como Love», «Τι τραβάς αυτό το Σαββατοκύριακο;» «Tί καλύτερο από ένα πάρτι; Ένα εξαιρετικά καταπληκτικό πάρτι…». Αξιολύπητα ποστ που χρησιμοποιούν ακόμα και οι πιο αναγνωρισμένοι φωτογράφοι, που θα κάνουν τα πάντα για να κερδίσουν ένα ακόμα χτύπημα στην πλάτη από το σινάφι και φυσικά τον επόμενο high-profile πελατη. Πού τελειώνει όλο αυτό τελικά;

 

Το ίδιο το Διαδίκτυο παρέχει απίστευτη ποσότητα σχετικών, συναφών και αμερόληπτων δεδομένων. Το πρόβλημα όμως είναι πως η καλή πληροφορία βρίσκεται καλά κρυμμένη μέσα σε σωρούς σκουπιδιών και μπόλικης βρωμιάς. Και που να πατήσεις τώρα, χωρίς να σκάσει κάτι, κάνοντάς σε κομματάκια; Όχι. Υπάρχει καλή πλευρά στο διαδίκτυο. Πραγματικά υπάρχει. Τα προβλήματα όμως αρχίζουν όταν οι άνθρωποι στρέφουν τον φακό πάνω τους.

Η φωτογραφία είναι υπέροχο πράγμα, τελεία. Ο διαδικτυακός κόσμος της φωτογραφίας όμως είναι κάτι α΄΄λλο. Είναι το ναρκοπέδιο που αναφέρθηκε, ενώ ο κόσμος της φωτογραφίας που βασίζεται στην πραγματικότητα, εδώ στη Γη, μπορεί να είναι και είναι αρκετά ικανοποιητικός. Γεγονός εναντίον φαντασίας αν θέλετε…

 

Αυτό στο οποίο αναφέρομαι είναι ο ρυθμός. Όταν επιβραδύνουμε το ρυθμό μας, αφιερώνουμε το χρόνο μας και δημιουργούμε έχοντας κατά νου την ιστορία που θέλουμε να πούμε. Τότε όμως ο αλγόριθμος του ιντερνετ τα χάνει. Ο διαδικτυακός κόσμος είναι ένα αχόρταγο θηρίο και δεν υπάρχει αρκετό περιεχόμενο στον κόσμο για να το χορτάσει. Επέτρεψέ μου μου να το επαναλάβω σε περίπτωση που προσπαθείς να κάνεις και κάτι άλλο παράλληλα με το να διαβάζεις αυτό το άρθρο, που παρεμπιπτόντως είναι φυσιολογικά αδύνατο, αλλά κάτι που ο διαδικτυακός κόσμος ισχυρίζεται ότι έχει κατακτήσει (multitasking).

Έχεις ακούσει για το νομοσχέδιο που αφορά στα λεγόμενα Ορφανά Έργα; Αν βγάζεις το ψωμάκι σου μέσα από τα οπτικο-ακουστικά μέσα και δεν ξέρεις πόσο κοντά φτάσαμε σε ολική θερμοπυρηνική καταστροφή, λοιπόν, τώρα είναι η ευκαιρία σου να το μάθεις. Εν ολίγοις, οι καλλιτέχνες και τα πνευματικά δικαιώματα επι των έργων τους είναι κάτι που το διαδύκτιο δεν θέλει. Σου λέει, τα πνευματικά δικαιώματα είναι κάτι που μας καθυστερεί, πολύ αργό θέμα βρε παιδί μου και εμείς δεν μπορούμε να το δεχθούμε. Και όταν λέω "εμείς", εννοώ την Google και άλλους ιντερνετικούς κολλοσούς…

 

Ερχόμαστε στα βιβλία. Τα βιβλία αντικατοπτρίζουν τον ρυθμό στον οποίο αναφέρομαι. Ο «καλός» ρυθμός αν θέλετε. Όχι ο τέλειος, όχι πάντα ο σωστός ρυθμός, όχι το μοναδικό παιχνίδι στο τραπέζι, αλλά ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του παζλ που λέγεται “δημιουργώ”. Τα άτομα που βλέπετε στην παραπάνω εικόνα βρίσκονται σε μια έκθεση βιβλίου στο Παρίσι. Υπάρχει ακόμη και ένας διάσημος φωτογράφος του πρακτορείου Magnum σε αυτή την εικόνα. Μπορείς να τον εντοπίσεις και να βρεις ποιός είναι;

Κοίτα αυτό το πλήθος. Και δες αυτά τα τραπέζια. Και το πιο σημαντικό, κοίτα αυτά τα βιβλία. Κάθε ένα από αυτά τα βιβλία είναι σαν μια γροθιά στο στομάχι, μια κλωτσιά στη βουβωνική χώρα, ένα σπρέι πιπεριού στο μάτι.

Τα βιβλία δεν γίνονται τυχαία. Τα βιβλία είναι ακριβά. Τα βιβλία, ιστορικά, δεν πουλάνε. Ειδικά τα βιβλία και τα λευκώματα φωτογραφίας, και πάλι ιστορικά, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ δεν πουλάνε. Γιατί λοιπόν τα κάνει κανείς;

 

Τα κάνει γιατί τα βιβλία αντιπροσωπεύουν την σκέψη. Αδιάλυτη, μακροχρόνια σκέψη. Για να μην πω την πείνα, την όρεξη να τα δημιουργήσουμε γιατί πολύ απλά οι άνθρωποι που τα ζητούν είναι ελάχιστοι. Πρέπει να το θέλεις. Πραγματικά να το θέλεις. Τα βιβλία σε χτυπούν στο συναίσθημα αλλά ΚΑΙ στο σώμα. Τα βιβλία σε στήνουν κάτω και σε καλούν να τα αντιμετωπίσεις face to face. Πρέπει να τα αγγίξεις, να τα χαϊδέψεις και να γυρίσεις τις σελίδες τους. Τα βιβλία μυρίζουν. Γερνούν και φθείρονται, όπως εμείς. Κιτρινίζουν και ξεθωριάζουν, τρίζουν και σπάνε όταν οι θερμοκρασίες και τα υλικά πήξης δεν είναι κατάλληλα. Τα βιβλία είναι ατελή. Αλλά τα βιβλία έχουν την ευκαιρία να μείνουν για πάντα. Στο μυαλό μας…

 

Ίσως, κάποιος από εσάς τους λίγους, που διαβάζει αυτό το “unposed περιοδικό”, να έχει επηρεαστεί κάποια στιγμή από ένα ή δύο βιβλία. Μπορεί να ήταν μυθοπλασία, μπορεί και όχι. Μπορεί να ήταν ένα παραμύθι ή μια επανέκδοση που πούλησε πολύ. Ένα βιβλίο εισχωρεί πρώτα στο μυαλό και μετά σε αναγκάζει να δημιουργήσεις το οπτικό κομμάτι. Ο συγγραφέας μας παίζει. Στρώνει το τραπέζι και φεύγει. Τα υπόλοιπα τα κάνεις εσύ. Αυτό ισχύει τόσο για τα κλασσικά βιβλία με λέξεις όσο και για τα εικονογραφημένα.

Τα βιβλία απαιτούν χρόνο, εστίαση, συγκέντωση, ενέργεια και χρήματα. Είναι το αντίθετο της διαδικτυακής βιτρίνας. Τα βιβλία βάζουν το δήθεν σε μια γωνία και του κάνουν απαίσια πράγματα. Και με το δίκιο τους.

 

Όταν βλέπεις ένα βιβλίο σε ένα τραπέζι, πρέπει να συνειδητοποιήσεις τον αριθμό των χεριών και των μυαλών που ευθύνονται για αυτό. Και πρέπει να καταλάβεις και το κόστος για να γίνει. Και τί μας λες ρε Θανάση τώρα; Όλα τα βιβλία έκει έξω είναι καλά; Φυσικά και όχι. Βιβλία “βιτρίνες” χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο αλλά με πολύ καλό marketing plan, υπάρχουν εκεί έξω πολλά. Μπορείς όμως να τα ξεχωρίσεις εύκολα. Ο καπνός από τα φουγάρα των κακών βιβλίων φαίνεται από χιλιόμετρα μακριά…

Όταν βλέπω μια εικόνα σαν την παραπάνω νιώθω ανακούφιση και ευτυχία. Ανακούφιση που τόσοι άλλοι άνθρωποι υποστηρίζουν την έντυπη σελίδα, αλλά και που τόσοι άνθρωποι συνεχίζουν να προσπαθούν για αυτή. Η δημιουργία ενός βιβλίου σημαίνει ότι δεν μπορείς να περνάς τις μέρες και τις νύχτες σου σε μια διαρκή κατάσταση αυτοπροβολής. Πρέπει να κάνεις τη δουλειά. Στον πραγματικό κόσμο… Και στον πραγματικό κόσμο αυτή η δουλειά απαιτεί χρόνο και ικανότητα. Υπάρχουν αποτυχίες και οικονομικά θέματα που πρέπει να αντιμετωπίσεις. Bήματα που απαιτούν υπομονή.

Το βιβλίο είναι αντίβαρο στην κατασκευασμένη μας πραγματικότητα.

Πήγαινε στην τοπική δημόσια βιβλιοθήκη ή σε ένα κοντινό βιβλιοπωλείο και περπάτησε ανάμεσα στις στοίβες των βιβλίων. Όλοι αυτοί οι τρελαμένοι που τα έγραψαν είναι η απόδειξη. Απόδειξη, οτι αυτές οι δεμένες ομορφιές, με τις σελίδες τους, κάνουν κάτι μέσα μας. Κάτι που μπορεί να μην μπορούμε να το εξηγήσουμε με λέξεις, αλλά όταν κλείνουμε τα μάτια μια πλημμύρα από συναισθήματα και μνήμες μας κατακλύζει και δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτή.